- πυρά
- η1) костёр; 2) сожжение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πυρά — watch fires neut nom/voc/acc pl πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc/acc dual (ionic) πυρά̱ , πυρή funeral pyre fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύρα — Πύρᾱ , Πύρης masc nom/voc/acc dual Πύρης masc voc sg Πύρᾱ , Πύρης masc voc sg (attic) Πύρᾱ , Πύρης masc gen sg (doric aeolic) Πύρης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύρα — πύρα, η και πυράδα, η και πυρή, η 1. θερμότητα, ακτινοβολία θερμότητας: Η πύρα του φούρνου. 2. ερεθισμός, φλόγωση μέλους του σώματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυρά — (I) η, ΝΜΑ, και επικ. και ιων. τ. πυρή, ής, Α 1. ο τόπος όπου ανάβεται φωτιά, εστία 2. η φωτιά που παράγεται από την καύση συσσωρευμένων ξύλων ή άλλων υλικών («μη φυσάς, κοπέλι, στην πυρά, να σού κάψει θέλει τα φτερά», Βιζυην.) 3. μτφ. η ερωτική… … Dictionary of Greek
Πύρᾳ — Πύραι , Πύρης masc nom/voc pl Πύρᾱͅ , Πύρης masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πύρα — η, ΝΜ μτφ. το ερωτικό πάθος («κι ἀπὸ τὴν πύραν τὴν πολλὴν ὁ νοῡς της ἐσκορπᾱτον», Διγεν. Ακρ.) νεοελλ. 1. η ακτινοβολία τής θερμότητας τής φωτιάς, πυράδα 2. φλόγωση ασθενούς μέλους τού σώματος ή ερεθισμός πληγής 3. η θερμότητα που οφείλεται στον… … Dictionary of Greek
πυρά — η 1. πυρ, φωτιά. 2. το μέρος όπου άναβαν οι αρχαίοι Έλληνες φωτιά, εστία, βωμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυρᾷ — πυράζω singe fut ind mid 2nd sg (epic) πυράζω singe fut ind act 3rd sg (epic) πυρή funeral pyre fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρᾶι — πυρᾷ , πυράζω singe fut ind mid 2nd sg (epic) πυρᾷ , πυράζω singe fut ind act 3rd sg (epic) πυρᾷ , πυρή funeral pyre fem dat sg (attic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύρ' — Πύρα , Πύρης masc voc sg Πύρα , Πύρης masc nom sg (epic) Πύραι , Πύρης masc nom/voc pl Πύρᾱͅ , Πύρης masc dat sg (attic doric aeolic) Πύρι , Πύρις masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πύρας — Πύρᾱς , Πύρης masc acc pl Πύρᾱς , Πύρης masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)